Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιοργάνωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιοργάνωτος -η -ο [aδiorγánotos] Ε5 : που δεν έχει διοργανωθεί (ακόμα) ή που δεν είναι καλά διοργανωμένος· ανοργάνωτος: ~ στρατός. Aδιοργάνωτο κράτος. Aδιοργάνωτη υπηρεσία.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιοργάνωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιοργάνωτος, -η, -ο [a∂iorγánotos] (L)
  • not well or inadequately organized, unorganized (syn ανοργάνωτος, ant διοργανωμένος):
    • αδιοργάνωτη υπηρεσία |
    • αδιοργάνωτο κράτος |
    • ~ στρατός

[cpd w. *διοργανωτός: διοργανῶ (PatrG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες