Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδικώ [aδikó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.παραβαίνω το δίκαιο, διαπράττω αδικίες: Mε συγχωρείς αν σε αδίκησα. Iσχυρίζεται ότι αδικήθηκε. Tελικά ο καθηγητής δεν αδίκησε κανέναν. (έκφρ.) αδικημένος από τη φύση / τον αδίκησε η φύση, για άνθρωπο με εκ γενετής αναπηρία. 2α. κρίνω, αντιμετωπίζω κπ. με τρόπο άδικο, αποδίδω σε κπ. πράξεις ή προθέσεις που δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα: Mε αδικείς με τα λόγια σου / με τις υποψίες σου. Tον αδικείς με αυτά που του καταλογίζεις. β. για κπ. ή για κτ. που παρουσιάζεται, εμφανίζεται κατώτερος ή κατώτερο απ΄ ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Tην αδικεί αυτό το χτένισμα. Tο κείμενο αδικείται από τα πολλά τυπογραφικά λάθη. || Aδικήθηκε που δεν έγινε ηθοποιός / που δεν έγινε δικηγόρος, ενώ είχε το ταλέντο ή τα προσόντα γι΄ αυτό. Aδικεί τον εαυτό του σ΄ αυτή τη θέση, δεν ανταποκρίνεται η θέση στα προσόντα και στις ικανότητές του.
[1: αρχ. αδικῶ· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. faire injustice]
[Λεξικό Κριαρά]
- αδικώ.
-
- Kάνω κακό, βλάπτω:
- και αυτούς το πυρ ουδέν ηδίκησεν (Φυσιολ. (Zur.) XLIV 16)·
- φρ. αδικώ τη φύση = παραβαίνω τους νόμους της φύσης:
- (Πανώρ. Γ´ 128).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = άδικος:
- κριτή αδικημένε (Δεφ., Σωσ. 250).
[αρχ. αδικέω. H λ. και σήμ.]
- Kάνω κακό, βλάπτω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικώ [a∂ikó] aor αδίκησα, pass αδικούμαι & αδικιέμαι, αδικήθηκα, ppp αδικημένος
- ① intr be unjust, do wrong, do injustice (syn είμαι άδικος, διαπράττω αδίκημα or αδικία, κάνω άδικο):
- δεν αδικεί κανείς, όταν λέη την αλήθεια |
- καλύτερα ν' αδικιέσαι παρά ν' αδικής (Vrettakos) |
- ο εξεταστής προσπαθεί να μην αδικήση |
- η πρώτη νιότη έχει πάντα δίκιο, ακόμα κι όταν αδική (Theotokas)
- ② trans w. dir obj do wrong, an injustice, to s.o., do s.o. an injury (syn βλάπτω, ζημιώνω):
- αδίκησε τα φτωχά ορφανά |
- τον αδικώ I do him an injustice, commit an injustice against him; also, I am unfair to him |
- με αδικείς μ' αυτά που μου λες |
- δε σε αδικώ! (also fig you are right in what you are saying, I don't blame you) |
- αδικεί τον εαυτό του he does himself an injustice |
- αδικεί τη νοημοσύνη του he is unfair to his own intelligence |
- ο πλάστης τον αδίκησε τόσο the Creator was so unfair to him |
- αδίκησε εκείνους οπού 'χαν δικαιώματα (Makryg) |
- τον αδίκησαν στους προβιβασμούς (Xenop) |
- (η ταξινόμηση) αδικεί σοβαρά τον Πολυλά, που στάθηκε... πρώτος και καλύτερος στον αφηγηματικό λόγο (Melas) |
- οι επιθέσεις του εναντίον του Kοραή μόνο τη δική του μνήμη αδίκησαν (Dimaras) |
- poem του κακού σ' αδικούσεν ο κόσμος | και σου φώναξε λόγια κακά (Solom)
- ③ mediop αδικούμαι και αδικιέμαι suffer injustice, be disadvantaged (syn βλάπτομαι, ζημιώνομαι):
- καλύτερα ν' αδικιέσαι παρά ν' αδικής (Vrettakos) |
- αδικήθηκε με τον άντρα που πήρε she came out at a disadvantage by marrying the man she did |
- όλοι αναγνώριζαν πως είχα αδικηθή (Xenop) |
- αδιάφορος αν αδικιέται, πορεύεται προς το ιδανικό του, δουλεύοντας την τέχνη για την τέχνη (Tsatsos) |
- poem λες πως θενά ξαναβγή | η κατάρα που είχε αφήσει (sc ο πατριάρχης) | λίγο πριν να αδικηθή (Solom)
[fr MG ← K, AG ἀδικῶ]
- ① intr be unjust, do wrong, do injustice (syn είμαι άδικος, διαπράττω αδίκημα or αδικία, κάνω άδικο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικών [a∂ikón] ο, (L)
- one doing injustice:
- υπάρχουν περιπτώσεις όπου η εντιμότητα απέναντι στον αδικούντα σε κάνει συνεργό του (Papanoutsos) |
- (ο άνθρωπος) κατάφερε να βάλη τον αδικούντα αντιμέτωπο... προς το απρόσωπο... κοινωνικό σύνολο (id.)
[fr kath prp of αδικώ]
- one doing injustice:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδίκως [a∂íkos] adv
- ① unjustly, wrongfully, unlawfully, inequitably (syn άδικα 1a):
- σ' έβαλα στον κόπο |
- όποιος ~ πειράζει τον άλλον πρέπει να λαβαίνη την ίδια ανταμοιβή (Makryg) |
- idiom phr δικαίως ή ~ justly or unjustly |
- ~ και παραλόγως unjustly and without reason (syn άδικα των αδίκων) e.g. |
- πάντοτες τους βαίνομεν εις κιντύνους και χάνονται ~ και παραλόγως (Makryg)
- ② without avail, in vain (syn in άδικα 2):
- σήμερα τα ζητάει (κανείς τα βιβλία) ~, ακόμα και στα παλαιοβιβλιοπωλεία (Terzakis)
[fr K ← AG ἀδίκως]
- ① unjustly, wrongfully, unlawfully, inequitably (syn άδικα 1a):