Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδικοπραξία η [aδikopraksía] Ο25 : (νομ.) κάθε παράνομη ενέργεια ή παράλειψη η οποία βλάπτει τα δικαιώματα κάποιου άλλου.
[λόγ. < αδικοπραγία κατά το ουσ. πράξις]