Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδικοπραγώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδικοπραγώ [aδikopraγó] Ρ10.9α : διαπράττω αδίκημα.

[λόγ. < ελνστ. ἀδικοπραγῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδικοπραγώ [a∂ikopraγó] (L)
  • commit an unjust act, an injustice, do wrong (syn αδικώ)

[fr K ἀδικοπραγῶ 'act wrongly', der of ἀδικοπραγής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες