Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδικοπονεμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αδικοπονεμένος, μτχ. επίθ.
  • Που υποφέρει, που πάσχει άδικα:
    • (Eβρ. ελεγ. 162).

[<επίρρ. άδικα + μτχ. παρκ. του πονώ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες