Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδικητής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αδικητής ο.
  • Αυτός που αδικεί, άδικος:
    • Nα ελευθερώνεις τους αδικουμένους από τους αδικητάς (Διγ. Άνδρ. 36414).

[<αδικώ + κατάλ. τής. H λ. τον 4. αι., στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδικητής [a∂icitís] ο,
  • wrongdoer (syn άδικος άνθρωπος, ant αδικημένος):
    • θά 'ρθη η ώρα να το βρουν οι αδικητάδες the time will come for the wrongdoers to pay for their misdeeds |
    • τον κοίταζαν... σαν άνθρωπο κακό, αδικητή της γειτονιάς και του τόπου (Xenop) |
    • αδικημένοι ήταν οι φτωχοί κι αδικητάδες οι πλούσιοι (Katiforis) |
    • το αντιαποικιακό πνεύμα... καταλήγει να μεταβάλη... τον αδικούμενο... σε αδικητή (Chatzinis) |
    • η δεύτερη (sc φάση) είχε την έξαρση της Δίκης με την αντεπίθεση και με την καταδίωξη του αδικητή πίσω στ' ορμητήριό του (Terzakis) |
    • folks. μ' αρνήθηκες, αδικητή, που να σε βρη το κρίμα (Passow) |
    • με φίλησες, αδικητή, | που να σε ιδώ στη φυλακή (DPetrop) |
    • poem για τούτους ήμουν ο τρελός, για κείνους ο ζητιάνος, | για σας ο ~ (Palam) |
    • και των τσολιάδων οι καρδιές αντρειεύουν | στου προαιώνιου αδικητή τη θέα (Skipis)

[fr PatrG ἀδικητής, also late MG, der of αδικώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες