Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικημένος1 [a∂iciménos] ο,
- one to whom wrong has been done, the wronged person (ant αδικητής):
- τον έπλασαν (τον Λένιν) οι πεινασμένοι, οι αδικημένοι, οι σκλάβοι, για να μπορούν να βαστάξουν την πείνα, την αδικιά και τη σκλαβιά τους (Kazantz) |
- να διδάσκης την εγκαρτέρηση στους αδικημένους (Terzakis) |
- (η βυζαντινή περίοδος δεν είναι πια) ο μεγάλος παραγνωρισμένος και ~ από τους ιστορικούς (Tatakis) |
- poem τίποτε δεν την καταλυεί (sc την αλυσίδα των αιμάτων)· μόνο το αδέρφωμα του αδικημένου | με τον αδικητή (Skipis)
[fr late MG αδικημένος, ppp of αδικώ]
- one to whom wrong has been done, the wronged person (ant αδικητής):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικημένος2, -η, -ο [a∂iciménos]
- wronged, injured, disadvantaged (cf also αδικούμενος; ant αδικητής):
- θεωρείται ~ |
- έφυγε από τη ζωή με την πίκρα πως ήταν ~ |
- είναι ~ από τη φύση |
- αδικημένα παιδιά disadvantaged children |
- ας μαζωχτή (sc ο λαός), για να τον φωνάξω... πόσο είναι ~ εις το σκήπτρο της γλώσσας, το οποίον του έδωκε η φύση (Solom) |
- μόνο γιατί ήταν αυτός... ο περιφρονημένος, ο ~, αποφάσιζαν ν' αδικήσουν τώρα και το κορίτσι τους (Xenop) |
- ~ δεν τον έμελε, μα παραγνωρισμένος όχι (Vlachogiannis) |
- μου 'δωκε μια πρόφαση..., για να φαίνωμαι θυμωμένος κι ~ (Kondylakis) |
- (η Kεφαλονιά) από τις πιο αδικημένες οδικά περιοχές της χώρας (Palaiologos) |
- διέχυσε σε όλα του τα έργα τη συμπάθειά του για τα ασθενικά, τα αδικημένα, τα καταδικασμένα πλάσματα (Thrylos) |
- poem λάβε στη γη του αδικημένου Pήγα | δάφνης κλωνάρια (Markoras) |
- και μου 'πε |
- βγάλε απ' τις σπηλιές τ' αδικημένα πλάσματά μου (Skipis).
- wronged, injured, disadvantaged (cf also αδικούμενος; ant αδικητής):