Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικαιολόγητα [a∂iceοlóyita] adv
- inexcusably, unjustifiably, unduly, indefensibly, for no reason (at all), gratuitously, unwarrantably (syn αναίτια, χωρίς αιτία or λόγο, ant δικαιολογημένα):
- όχι ~ justifiably |
- όχι εντελώς ~ not altogether unjustifiably |
- άργησε ~ |
- ελπίζει επίμονα και ~ |
- ~ φοβισμένος |
- ένας ~ λησμονημένος εκπρόσωπος του ελληνικού διαφωτισμού |
- προσωπικά, άσχετα αν δικαιολογημένα ή ~, έχω πολύ μεγάλη αντιπάθεια για τη... μυθιστορηματοποίηση των βίων των διάσημων... προσώπων (Papatsonis) |
- είτε δικαιολογημένα είτε ~ η ανάγνωση των στίχων αυτών... προκαλεί συνειρμό με το ποίημα του Kαβάφη (Dimaras) |
- τον θεωρούσαν σαν έναν παρείσακτο, που πήρε ~ θέση μέσα στη ζωή τους (Chatzinis)
[der of αδικαιολόγητος]
- inexcusably, unjustifiably, unduly, indefensibly, for no reason (at all), gratuitously, unwarrantably (syn αναίτια, χωρίς αιτία or λόγο, ant δικαιολογημένα):