Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικαίωτο [a∂icéoto] το,
- lack of justification:
- (δεν πιστεύει) σε κτ πέρα από το συμπτωματικό, που καταθλίβει με το άγχος του αδικαίωτου και του εφήμερου (Terzakis) |
- το ότι θεωρήσαμε μειονέκτημα το ~ των παθών του είναι μια αδικαίωτη μαρτυρία ότι στην τέχνη... δεν παραδεχόμαστε τον παραλογισμό που κυριαρχεί στον εξωτερικό κόσμο (Thrylos).
- lack of justification:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδικαίωτος -η -ο [aδikéotos] Ε5 : 1.που δεν έχει δικαιωθεί, που δεν είναι δικαιωμένος, του οποίου δεν έχει αναγνωριστεί το δίκαιο, η αξία κτλ.: Mένει ακόμα ~ ο αγώνας των Kυπρίων. ~ καλλιτέχνης, που δεν αναγνωρίστηκε. || (νομ.): Kατέφυγε στα δικαστήρια, όπου δεν έμεινε ~, βρήκε το δίκιο του. 2. για κτ. του οποίου δε δικαιολογείται η ύπαρξη, η πραγματοποίηση: Ο γάμος μένει ~ χωρίς τεκνοποιία.
αδικαίωτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 δικαιω- (δες δικαιώνω) -τος μτφρδ. γαλλ. injustifiable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικαίωτος, -η, -ο [a∂icéotos]
- unjustified, not indemnified, unvindicated (ant δικαιωμένος):
- πέθανε ~ |
- ο γάμος δεν απομένει ~ χωρίς τεκνοποιία |
- ο θάνατος μοιάζει ν' αφίνη τη ζωή αδικαίωτη |
- ο Kαραϊσκάκης μένει ακόμη ~ και ξεχασμένος (Melas) |
- το παρατσούκλι "ο Πρωτοσύγκελλος" έμεινε αδικαίωτο χωρίς τα γένεια (Theotokas) |
- διαφορετικά αδικαίωτοι έχουν απομείνει αυτοί που έπεσαν, προδομένοι (Terzakis) |
- έχει μένει... ~ ο απελευθερωτικός αγώνας της Kύπρου (id.) |
- έχει πεθάνει η ανεύθυνη και αδικαίωτη ωραιολογία (Panagiotop) |
- προσπαθεί να μας εντυπωσιάση με περιττές και αδικαίωτες ωραιολογίες (Sachinis) |
- το αδικαίωτο μέσα στη λογοκοπία των ρομαντικών μας Eικοσιένα βρήκε τη λαϊκότερη μορφή του... στο έργο του Mαλακάση (Valetas) |
- ξεστράτισε κάποτε και σ' ενθουσιασμούς άκαιρους και αδικαίωτους τελικά (Chourmouzios)
[cpd w. *δικαιωτός: δικαιώνω, δικαιώ]
- unjustified, not indemnified, unvindicated (ant δικαιωμένος):