Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδικία η [aδikía] Ο25 : 1.ενέργεια ή συμπεριφορά που παραβιάζει το θεσμικό ή φυσικό δίκαιο: Είναι μεγάλη / κραυγαλέα ~. 2. πράξη αντίθετη προς το δίκαιο από ηθική άποψη· το άδικο: Kάνω / επανορθώνω μια ~.
[λόγ. < αρχ. ἀδικία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αδικία η· αδικά· αδικιά.
-
- 1)
- α) Άδικο πράγμα· αυτό που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, συκοφαντία:
- (Γλυκά, Στ. 72)·
- β) απάτη:
- (Συναξ. γυν. 1203).
- α) Άδικο πράγμα· αυτό που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, συκοφαντία:
- 2)
- α) Άδικο πράγμα, μη ορθό:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1443])·
- β) κάτι που δεν το αξίζει κανείς να το πάθει:
- (Eρωτόκρ. E´ 1043).
- α) Άδικο πράγμα, μη ορθό:
- 3) Bλάβη, κακό, συμφορά:
- (Γλυκά, Στ. 295)·
- αδικιά να τονε βρει (Φορτουν. B´ 443)·
- αγγά της αδικάς (Πεντ. Γέν. XLIX 5).
[αρχ. ουσ. αδικία. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικία [a∂icía] η, (region. & lit αδικιά)
- ① wrongdoing, unrighteousness, injustice, iniquity (ant δικαιοσύνη):
- ο Θεός δε θέλει την ~ |
- (τον Λένιν) τον έπλασαν... οι πεινασμένοι, οι αδικημένοι, οι σκλάβοι, για να μπορούν να βαστάξουν την πείνα, την αδικιά και τη σκλαβιά τους (Kazantz) |
- αχ, με βαραίνει τ' άχτι κ' η αδικιά, γερο-Θανάση! (Plaskovitis) |
- poem λόγια αθάνατα του λέει, | με τα οποία στα σωθικά | το θυμό τού ξανακαίει | εναντίον στην αδικιά (Solom) |
- την αδικιά στα ολόχρυσα, | την αρετή στα μαύρα | θα ιδούν τ' αθώα σου βλέμματα | στην εξορία της γης (Markoras) |
- έχεις τρισεύγενη θωριά κ' είσαι θεά παρθένα, | κ' η όψη σου είναι φοβερή στην ~ μονάχα (Palam) |
- εδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας | τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος | της αδικίας (Seferis)
- ② wrongful act, wrong, injury, injustice (syn άδικη πράξη, άδικο 2, αδικοπραγία L, αδίκημα, παρανομία):
- διαπράττω ~ εις βάρος του I do him an injustice |
- διαπράττει πολλές αδικίες he commits many wrongs, iniquities |
- ν' αποφεύγης τις αδικίες |
- ζητούμε να μην επαναληφθή η ~ |
- επλούτισε από αδικίες he became rich fr injustices |
- επανορθώνω μια ~ redress a wrong (or grievance), get a wrong righted |
- prov της αδικιάς το γέννημα σε ποντισμένο μήλο the cereal gotten as a result of wrongdoing ends in a flooded mill, i.e. unfairly earned profits are not safe, disappear |
- τη μεγάλη αδικιά που τους γένηκε οι χριστιανοί δε στρέξανε ποτέ τους να την παραδεχτούνε (Prevelakis)
- ③ region. false accusation, slander (syn αβανιά 1, άδικο 2):
- του 'βγαλαν αδικιά πως έκοψε το δέντρο |
- folks. βαριά αδικιά μού ρίξανε πως φίλησα κορίτσι
[fr MG αδικία, αδικιά ← K, AG ἀδικία]
- ① wrongdoing, unrighteousness, injustice, iniquity (ant δικαιοσύνη):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικιάρης, -ισσα, -ικο [a∂icáris] region.
- tending to wrongdoing:
- δεν παίζουν τ' άλλα παιδιά μαζί του, γιατ' είναι ~
[der of αδικία]
- tending to wrongdoing: