Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιευκρίνιστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιευκρίνιστος -η -ο [aδiefkrínistos] Ε5 : που δεν έχει διευκρινιστεί, που δεν τον έχουν διευκρινίσει: Aδιευκρίνιστο θέμα. Aδιευκρίνιστη ερώτηση. Ένα ακόμη σημείο έμεινε αδιευκρίνιστο. αδιευκρίνιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 διευκρινισ- (διευκρινίζω) -τος (πρβ. ελνστ. ἀδιευκρίνητος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιευκρίνιστος, -η, -ο [a∂iefkrínistos] (& kath αδιευκρίνητος) (L)
  • unelucidated, unexplained; unintelligible, obscure (syn αδιασάφητος, αξεκαθάριστος, σκοτεινός):
    • αυτό το σημείο είναι ακόμη αδιευκρίνιστο |
    • αδιευκρίνιστο μυστήριο unsolved mystery

[-ητος fr AG, cpd w. *διευκρινητός: διευκρινῶ 'examine thoroughly'; -ιστος fr ModG διευκριν-ίζω ← διευκρινώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες