Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιερεύνητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιερεύνητος -η -ο [aδierévnitos] Ε5 : που δεν έχει διερευνηθεί, που δεν είναι διερευνημένος: Ο ~ ψυχικός κόσμος του ανθρώπου. Οι αδιερεύνητες περιοχές του υποσυνειδήτου. || (μαθημ.): Aδιερεύνητη εξίσωση / συνάρτηση / παράσταση. Aδιερεύνητο σύνολο. αδιερεύνητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀδιερεύνητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιερεύνητος, -η, -ο [a∂ierévnitos] (L)
  • ① not susceptible to investigation or exploration (syn ανεξερεύνητος):
    • αδιερεύνητοι αι βουλαί του Θεού (L) |
    • ο Θεός είναι σύγχρονα αυτό που υπάρχει απ' τα πιο διαφανή κι απ' τα πιο αδιερεύνητα (Vrettakos)
  • ② uninvestigated, unexplored:
    • αδιερεύνητη χώρα, ήπειρος κλ |
    • έπιπλα και υφαντά... δείχνουν τη λαϊκή ευαισθησία σε γόνιμη, αλλ' αδιερεύνητη ακόμη διασταύρωση με εξωτερικές επιδράσεις (ChKarouzos) |
    • στη νεώτερη Eλλάδα έμεινε ουσιαστικά αδιερεύνητη η βαθιά ποιητική ψυχή του Συμεών ως εδώ και λίγα χρόνια (Kanellop)

[fr K (also PatrG), AG ἀδιερεύνητος, cpd w. *διερευνητός: διερευνῶ 'search, examine'; cf also δυσδιερεύνητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες