Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδιαχώριστος, επίθ.
-
- Αχώριστος:
- ως είδεν αδιαχώριστον τον εδικόν μου πόθον και της ωραίας τον έρωτα (Λίβ. N 2342).
[αρχ. επίθ. αδιαχώριστος (DGE)· βλ. και LBG]
- Αχώριστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιαχώριστος -η -ο [aδiaxóristos] Ε5 : που δεν έχει διαχωριστεί ή που δεν μπορεί να διαχωριστεί: Aδιαχώριστο οικόπεδο / χωράφι / σύνολο, αδιαίρετο. || που δεν μπορεί να αποσπαστεί από ένα σύνολο: Aδιαχώριστο στοιχείο, αναπόσπαστο. H μορφή ενός έργου τέχνης είναι αδιαχώριστη από το περιεχόμενό του.
αδιαχώριστα ΕΠIΡΡ αδιαίρετα: Tο ελληνικό πνεύμα είναι στενά και ~ δεμένο με την έννοια της ελευθερίας. [λόγ. < αρχ. ἀδιαχώριστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιαχώριστος, -η, -ο [a∂iaxóristos] (L)
- ① inseparable, indivisible (syn αδιαίρετος, αχώριστος):
- συμφέροντα κοινά και αδιαχώριστα joint and inseparable interests |
- όλο του το έργο είναι ένα δράμα ενιαίο, αδιαχώριστο, με πολλές πράξεις (Thrylos) |
- η ιδέα... να ενωθούν η ποίηση, η μουσική και ο χορός σ' ένα αδιαχώριστο σύνολο, που λέγεται μουσικόν δράμα, σε μια παντεχνία, δεν είναι εντελώς δική του (Papantoniou) |
- σαν περιεχόμενο μαζί με μορφή, σαν κάτι δηλ. ενιαίο και αδιαχώριστο, όπου το περιεχόμενο υπάρχει και καταξιώνεται μόνο από τη μορφή (Papanoutsos) |
- κάνει να βλέπωμε αδιαχώριστους μέσα στον βυζαντινό άνθρωπο τον ορθόδοξο χριστιανό και τον Έλληνα (Tatakis)
- ② unseparated, undivided (syn αδιαίρετος, αχώριστος, αξεχώριστος)
[fr K ἀδιαχώριστος 'inseparable', cpd w. διαχωριστός: διαχωρίζω]
- ① inseparable, indivisible (syn αδιαίρετος, αχώριστος):