Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιαχώρητο το [aδiaxórito] Ο41 : 1.(φυσ.) ιδιότητα κάθε υλικού σώματος σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να κατέχει στο χώρο ταυτόχρονα την ίδια θέση με ένα άλλο υλικό σώμα: ~ απόλυτο / σχετικό. 2. για πολύ μεγάλο συνωστισμό: Mαζεύτηκε τόσος κόσμος για τη διάλεξη, ώστε στην αίθουσα δημιουργήθηκε ~. (ειρ.) Kαταργήθηκε το ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. < αρχ. επίθ. ἀδιαχώρητος `που δεν περνάει από το έντερο΄ σημδ. γαλλ. l΄impénétrabilité (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιαχώρητο [a∂iaxórito] το, (& L αδιαχώρητον)
- the general property of matter that two bodies cannot occupy the same space at the same time, impenetrability:
- το ~ παντού |
- το ~ είναι μια τρομακτική πρόβλεψη... ολοένα δημιουργούνται πολλά μοναχικά αδιαχώρητα (Panagiotop) |
- η ιδέα... του θανάτου... ως άμεση παράσταση, ως βίωμα, συναντάει στο μυαλό μας το απόλυτα ~. Tο δεχόμαστε νοητικά, αλλά το αρνούμαστε με τη συνείδησή μας και την άμεση αίσθηση (ELambridi)
[substantiv. n of AG ἀδιαχώρητος]
- the general property of matter that two bodies cannot occupy the same space at the same time, impenetrability: