Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαφόρετα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αδιαφόρετα, επίρρ.
  • Aνώφελα, χωρίς κέρδος:
    • ουδέ κοπιά (ενν. ο έρωτας) αδιαφόρετα, όντ’ έβγει στο κυνήγι (Eρωτόκρ. Γ´ 252).

[<επίθ. αδιαφόρετος. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαφόρετα [a∂jafóreta] adv, region. & lit
  • without avail, vainly, in vain (syn ανώφελα, μάταια):
    • folkt χτύπαε κι ο λέλεκας τη μύτη του πάνω στην πλάκα ~ (Megas) |
    • οι ομαδικές ποινές... έπλητταν ~ ολοκλήρους πληθυσμούς (Cristidis) |
    • πορεύεται σίγουρος μέσα στο θάνατο, στις αρχές με μιαν αγωνία, τώρα ~ (LAkritas)

[fr postmed αδιαφόρετα, der of MG αδιαφόρετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες