Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιαφορία η [aδiaforía] Ο25 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του αδιάφορου, εκείνου που δε δείχνει ενδιαφέρον για κτ.· έλλειψη, απουσία ενδιαφέροντος: ~ για την πολιτική / για την τέχνη / για το ποδόσφαιρο. Yπάρχει πλήρης ~ για τα μαθήματα / για την εργασία / για την υπόθεση. || έλλειψη αντιδράσεως στα ερεθίσματα που δέχεται κάποιος ή συναισθηματική ουδετερότητα: ~ για τη δυστυχία / για το θάνατο κάποιου, απάθεια.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιαφορία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιαφορία [a∂iaforía] η, (& less commonly [a∂jaforía])
- insensibility, indifference, nonchalance, incuriousness (syn έλλειψη ενδιαφέροντος):
- τρομερή ~... συναντούσε πάντα ο Πόπος σ' όλους αυτούς (Xenop)
- ⓐ unconcern, disinterestedness, negligence, indolence, carelessness, apathy (syn αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια):
- έδειξε μεγάλη ~ για την υπόθεση |
- ομολογεί την απόλυτη ~ του he professes his utter unconcern |
- η ~ τα παγώνει (sc τα καλά), τα ζαρώνει και τελικά τα απονεκρώνει (Vrettakos) |
- συχνά το παιδί πέφτει σε πλήξη, σε μπλαζεδισμό, σε ~ για τα πάντα (Theotokas) |
- η χριστιανική πίστη έχει χαλαρωθή· χαρακτηριστική είναι η ~ των χριστιανών έναντι των θείων (Vacalop) |
- poem αλλά στα καμπαναρία | δεν είν' τέτοια ~ (Solom)
[fr late MG ← K (also PatrG ἀδιαφορία]
- insensibility, indifference, nonchalance, incuriousness (syn έλλειψη ενδιαφέροντος):