Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαφιλονίκητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαφιλονίκητα [a∂iafilonícita] adv
  • incontestably, indisputably, unquestionably (syn αδιαμφισβήτητα):
    • λέξεις ~ κυπριακές |
    • είναι ~ αρμόδιος στα θέματα αυτά |
    • η μία (ομάδα ερμηνευτών) τον θέλει (sc τον Kant) ~ ρεαλιστή (Papanoutsos) |
    • (ο K. Παπαρρηγόπουλος) ~ αναγνωρισμένος... καταγγέλθηκε για μειωμένο εθνικό φρόνημα (Dimaras) |
    • τα έγγραφα στοιχεία... αποδεικνύουν ~ ότι... είχαν συζητηθή και συμφωνηθή τα πάντα (Roussos)

[der of αδιαφιλονίκητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες