Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαφανής -ής -ές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιαφανής -ής -ές [aδiafanís] Ε10 : που δεν είναι διαφανής. 1. που δεν επιτρέπει να τον διαπερνούν οι φωτεινές ακτίνες, ώστε να μπορεί να δει κανείς μέσα και πέρα από αυτόν: Aδιαφανές σώμα / υγρό / κρύσταλλο. 2. (μτφ.) για κτ. που δεν αφήνει να φανεί η πραγματικότητα, που κρύβει ή συγκαλύπτει την αλήθεια: Aδιαφανείς διαδικασίες / προθέσεις. αδιαφανώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 διαφανής μτφρδ. γαλλ. intransparent· λόγ. αδιαφαν(ής) -ώς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαφανής, -ής, -ές [a∂iafanís] (L)
  • untranslucent, opaque (syn αμαυρός):
    • αδιαφανές χρώμα opaque color
  • ⓐ glass ind frosted:
    • ~ ύαλος frosted glass, opal glass.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες