Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδιατίμητος, επίθ.
-
- Που δεν έχει εκτιμηθεί, υπολογιστεί η αξία του:
- (Eλλην. νόμ. 57710).
[<στερ. α‑ + διατιμώ. H λ. τον 9. αι.· βλ. και LBG]
- Που δεν έχει εκτιμηθεί, υπολογιστεί η αξία του:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιατίμητος -η -ο [aδiatímitos] Ε5 : που δεν έχει διατιμηθεί, που δεν είναι διατιμημένος, για τον οποίο δεν έχει οριστεί η τιμή αγοράς ή πώλησης από την αρμόδια κρατική υπηρεσία: Aδιατίμητα εμπορεύματα / τρόφιμα. Tα είδη πολυτελείας είναι συνήθως αδιατίμητα.
[λόγ. < μσν. αδιατίμητος < α- 1 διατιμη- (διατιμώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιατίμητος, -η, -ο [a∂iatímitos]
- ① unpriced (ant διατιμημένος):
- αδιατίμητα είδη goods w. no price set by the market police (syn είδη εκτός διατιμήσεως)
- ② law αδιατίμητη προίκα (L αδιατίμητος προιξ) dowry which has not been estimated or valued in cash (ant αποτιμημένος)
[fr late MG αδιατίμητος, cpd w. *διατιμητός: K διατιμῶ 'get a thing estimated or valued']
- ① unpriced (ant διατιμημένος):