Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιατάρακτος -η -ο [aδiatáraktos] & αδιατάραχτος -η -ο [aδiatáraxtos] Ε5 : για καταστάσεις ήρεμες, τις οποίες τίποτα δε διαταράσσει: Aδιατάρακτη φιλία / ευτυχία / τάξη / ησυχία / γαλήνη / ζωή.
αδιατάρακτα & αδιατάραχτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 διαταρακ- (διαταράσσω) -τος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιατάρακτος, -η, -ο [a∂iatáraktos] (L) (& αδιατάραχτος)
- ① undisturbed, imperturbable (syn αδιασάλευτος, γαλήνιος, ήσυχος):
- αδιατάρακτη γαλήνη, αδιατάρακτη ειρήνη, αδιατάρακτη μοναξιά |
- αδιατάρακτη αιθρία |
- ~ κανόνας |
- αδιατάρακτη φιλία |
- αδιατάρακτη αγάπη |
- ζωή μονότονη κι αδιατάραχτη |
- αδιατάρακτη υγεία |
- αδιατάρακτη συνέχεια της ζωής |
- ομαλή και αδιατάρακτη συμβίωση με τους ομοίους |
- αδιατάραχτη ευτυχία ροχαλίζει με αδιατάρακτη μακαριότητα |
- θα αναγνωρίσουν την τιμή της ειρήνης και της αδιατάραχτης ευτυχίας (Vrettakos) |
- (διασφαλίζεις στους ανθρώπους) την απόλυτη κι αδιατάραχτη ελευθερία εκλογής (Terzakis) |
- (μια έκσταση) δένει όλα (sc τα ταπεινά πράγματα) σε κάποιαν αδιατάραχτη ονειρική διάθεση (Evangelidis) |
- έμπνευση... αποκαταστημένη σε μια αδιατάρακτη λειτουργία (Karantonis) |
- η σειρά των αιτιωδών σχέσεων συνεχίζεται αδιατάρακτη (Papanoutsos) |
- ο Παρθενώνας διατηρεί αδιατάραχτη αισθητική αρμονία (Chourmouzios)
[cpd w. *διαταρακτός: K διαταράσσω, Attic -ττω; cf ἀτάρακτος: ταρακτός]
- ① undisturbed, imperturbable (syn αδιασάλευτος, γαλήνιος, ήσυχος):