Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιαπέραστος -η -ο [aδiapérastos] Ε5 : 1.για υλικό το οποίο δεν επιτρέπει τη διείσδυση, το οποίο τίποτα δεν μπορεί να το διαπεράσει: ~ από νερό / από τις ηλιακές ακτίνες / από το φως. Δημιουργήθηκε ένα αδιαπέραστο στρώμα. Θώρακας ~ από τις σφαίρες, αλεξίσφαιρος. Ύφασμα αδιαπέραστο από το νερό, αδιάβροχο. Στέγη αδιαπέραστη από τη βροχή, στεγανή. || Tο ποτάμι είναι αδιαπέραστο, αδιάβατο. 2. με υπερβολή, για να δηλώσει την πολύ μεγάλη πυκνότητα: Aδιαπέραστο δάσος. Aδιαπέραστη ομίχλη / καταχνιά. || (μτφ.): Aδιαπέραστο μυστήριο, ανεξιχνίαστο.
αδιαπέραστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 διαπερασ- (διαπερνώ) -τος μτφρδ. γαλλ. impénétrable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιαπέραστος, -η, -ο [a∂iapérastos] (L)
- ① resisting, impervious, impenetrable (ant διαπεραστός):
- αδιαπέραστη επιφάνεια impenetrable surface |
- θώρακας ~ από βέλη cuirass impenetrable to arrows |
- ~ από το νερό water-resistant, waterproof (syn αδιάβροχος) |
- αδιαπέραστη στέγη watertight roof (syn στεγανή στέγη) |
- ~ από τον ήχο soundproof |
- ~ από φλόγα flame- proof |
- ~ φράχτης |
- μια παχιά, αδιαπέραστη κρούστα |
- ένα αδιαπέραστο τείχος (also fig) |
- αδιαπέραστα τοιχώματα |
- αδιαπέραστο παραπέτασμα, προπέτασμα |
- ο πύρινος φραγμός από πυροβολικό και αυτόματα... ήταν ~ (Terzakis) |
- σκοτάδι αδιαπέραστο very thick, impenetrable darkness (syn in αδιάλυτος 4) used also fig |
- καταχνιά αδιαπέραστη είχε σκεπάσει ξαφνικά τα πάντα (Terzakis) |
- μια μαυρίλα αδιαπέραστη |
- νύχτα αδιαπέραστη
- ② fig impenetrable (syn ακατάληπτος, ανεξερεύνητος, ανεξιχνίαστος):
- αδιαπέραστο μυστήριο impenetrable mystery |
- οι ψυχές είναι αδιαπέραστες (Thrylos) |
- προσπαθώντας να μαντέψουμε πίσω από την αδιαπέραστη έκφρασή τους το αίνιγμα της προσωπικής μας ζωής (Karantonis) |
- ποτέ το "αύριο" δεν υπήρξε... τόσο αδιαπέραστο και τόσο απροειδοποίητο (Panagiotop)
- ⓐ difficult to pass through, uncrossable, unbridgeable (syn αδιάβατος, αγεφύρωτος):
- ικανός... να υπερπηδήση τα σύνορα, που είναι για τους πολλούς... αδιαπέραστα (Panagiotop) |
- αδιαπέραστο δάσος (syn in αδιάβατος 2) |
- η άβυσσο που χωρίζει τον άνθρωπο από τους θεούς νομίζονταν αυτονόητη και αδιαπέραστη (Kakridis transl Nilsson)
[cpd w. διαπεραστός: διαπερώ]
- ① resisting, impervious, impenetrable (ant διαπεραστός):