Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιανόητο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αδιανόητο [a∂ianóito] το,
  • unintelligibility, inconceivability:
    • το ~ του προσωπικού αφανισμού |
    • the unintelligibility of the personal disappearance of man |
    • καταφεύγομε στο ~ και το ασύνειδο (Papanoutsos) |
    • δεν ξέρουμε... αν μπορούσε να θεωρήση και το ~... ως την αμοιβή που επιφυλάσσει ο Θεός και σ' αυτούς ακόμα που τον αγαπούν (Kanellop)

[substantiv. n of αδιανόητος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιανόητος -η -ο [aδianóitos] Ε5 : για κτ. τόσο παράλογο, τόσο τρομερό, τόσο αφύσικο, που είναι τελείως έξω από την κοινή λογική, που δύσκολα μπορεί κάποιος να το συλλάβει, να το κατανοήσει: Aδιανόητη ενέργεια / πράξη / σκέψη. H αυτοκτονία είναι κάτι αδιανόητο.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιανόητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιανόητος, -η, -ο [a∂ianóitos]
  • ① incapable of being comprehended, inconceivable, incomprehensible, unintelligible (syn ακατανόητος):
    • αδιανόητο πράγμα |
    • αδιανόητες ενέργειες, συνθήκες |
    • αδιανόητα συμπεράσματα |
    • αυτοκτονία... είναι κάτι αδιανόητο |
    • ο χώρος κατά τον Aϊνστάιν είναι κάτι το αδιανόητον χωρίς τα αντικείμενα του κόσμου (DKatsis EIR Taxidia) |
    • idiom phr είναι αδιανόητο ότι or να it is inconceivable that... |
    • (η πίστη) μόνη κάνει τον άνθρωπο, αδιανόητον μέχρι τότε, κατανοητό στον εαυτό του (Tatakis) |
    • η πίστις είναι μια δύναμη, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι αδιανόητη χωρίς τη θρησκεία (Chatzinis) |
    • ένα μυθιστόρημα χωρίς ερωτική ιστορία ήταν περίπου αδιανόητο (Panagiotop) |
    • βελτίωση της παιδείας είναι αδιανόητη χωρίς παράλληλη κατοχύρωση της ελευθερίας της (Ploritis) |
    • ο κόσμος, που κέντρο και περιφέρειά του είναι ο Θεός, είναι ~ (δηλαδή δε μπορεί να συλληφθή από το νου) (Kanellop) |
    • η γλώσσα πλουτίζεται αδιάκοπα· η απογραφή όλων των λέξεων είναι μια πράξη αδιανόητη (Geros)
  • ② not able to think, unthinking:
    • ο αληθινός και γνήσιος άνθρωπος... βρίσκεται... κυρίως στις απλές και αδιανόητες υπάρξεις του υπαίθρου (Sachinis) |
    • οι άνθρωποι αυτοί είναι αδιανόητοι, ανίκανοι να σκεφθούν ή να αισθανθούν οτιδήποτε (id.)

[fr K ἀδιανόητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες