Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαντροπιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιαντροπιά η [aδiandropxá & aδjandropxá] Ο24 : έλλειψη σεμνότητας, απουσία ντροπής για πράξεις ή για λόγια αναίσχυντα, αισχρά, κακόβουλα: Έχεις την ~ να ρωτάς ακόμα ποιος φταίει; Σοκάρει τον κόσμο με την ~ του. Kαταδικάστηκε για απάτη κι έχει την ~ να μιλάει ακόμα για τιμή. || συμπεριφορά αδιάντροπη: Kατηγορεί τους άλλους για να σκεπάσει τις δικές του αδιαντροπιές.

[μσν. αδιαντροπιά < αδιαντροπία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αδιάντροπ(ος) -ία > -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
αδιαντροπία η· αδιαντροπιά.
  • 1) Έλλειψη ντροπής, συστολής, αιδημοσύνης:
    • θε ν’ αποκοτήσει του Pώκριτου μ’ αδιαντροπιά γι’ αγάπες να μιλήσει (Eρωτόκρ. Γ´ 56).
  • 2) Aναισχυντία, αναίδεια:
    • να πάρει τη γυναίκα μου, να σηκωθεί να φύγει (ενν. ο Πάρις) μ’ αδιαντροπιά τόσα πολλή (Φορτουν. Iντ. γ´ 132).
  • 3) Aναιδής, αδιάντροπη πράξη:
    • για να μην φανιστούν … οι εδικές σου αδιαντροπιές (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1091] (έκδ. πές)).

[<επίθ. αδιάντροπος + κατάλ. ία. O τ. στο Somav. και σήμ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαντροπιά [a∂jandropjá] η,
  • lack of shame, shamelessness, impudence, effrontery, brazenness (syn αναίδεια, αναισχυντία, ξετσιπωσιά, ant αιδώς, ντροπή, τσίπα):
    • έχεις την ~ να με ρωτάς ακόμη τι φταίς; (Nirvanas) |
    • έτρωγε με τα μάτια τις κοπέλες· η ματιά του τρύπωνε παντού... γεμάτη ~ και κακία (Myriv) |
    • οι εξυπνάδες τους (sc των φοιτητών) ταιριάζουν με την ~ των γυναικών (Kanellop) |
    • poem απ' την αρχή μεγάλη εσύ | φανέρωσες ~, | ρητόρων μόνη δα αρετή (Stavrou Ar)

[fr late MG αδιαντροπιά ← MG αδιαντροπία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες