Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιαμόρφωτος -η -ο [aδiamórfotos] Ε5 : που δεν έχει διαμορφωθεί, που δεν έχει πάρει την τελική του μορφή, που δεν είναι ακόμα διαμορφωμένος: ~ χώρος. Aδιαμόρφωτη πλατεία. Ο κήπος είναι ακόμα ~. || για κπ. που δεν έχει φτάσει σωματικά ή ψυχικά στην πλήρη ωρίμανση: Tο εφηβικό σώμα είναι ακόμα αδιαμόρφωτο. ~ χαρακτήρας. Aδιαμόρφωτη σκέψη. Tα σχέδιά του είναι ακόμα αδιαμόρφωτα.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιαμόρφωτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιαμόρφωτος, -η, -ο [a∂iamórfotos]
- ① not fully formed, shapeless, formless, undeveloped, misshapen (syn αδιάπλαστος, ασχημάτιστος, αφορμάριστος, ant διαμορφωμένος):
- ~ χώρος |
- το αρχιτεκτονικό έργο μετατρέπει τον αδιαμόρφωτο χώρο σε διαμορφωμένο (Fatouros EIR Taxidia) |
- το τοπίο... είναι γυμνό και αδιαμόρφωτο |
- ακαθόριστο και αδιαμόρφωτο αντικείμενο (Theodorakop) |
- αδιαμόρφωτες κοινωνίες |
- αδιαμόρφωτο αίσθημα |
- η άπλαστη, η ρευστή και αδιαμόρφωτη γλώσσα |
- το παρόν διστάζουν να το ακολουθήσουν, γιατί είναι ακόμα αδιαμόρφωτο (Karantonis) |
- (καθαροί εκφραστικοί τρόποι)... επιζούσαν μακριά από την αδιαμόρφωτη γλωσσική πανσπερμία της Aθήνας (Dimaras) |
- ζούμε... σε μια ιστορική στιγμή αδιαμόρφωτη (Panagiotop) |
- το πνεύμα ως απρόσωπη ακόμη και εσωτερικά αδιαφόριστη και αδιαμόρφωτη υπόσταση, ως "σωματοψυχή" (Papanoutsos)
- ② of abstract notions, unformulated, not delineated (syn αδιατύπωτος):
- αδιαμόρφωτη έννοια |
- αδιαμόρφωτο εθνικό κίνητρο |
- το ιπποτικό αυτό μυθιστόρημα... υποθάλπει το... αδιαμόρφωτο εθνικό αίσθημα των Eλλήνων αναγνωστών ή ακροατών (Vacalop) |
- το πρόβλημα αυτό είναι ακόμη θολό, ρευστό και αδιαμόρφωτο (APapageorgiou)
[fr K (also PatrG) ἀδιαμόρφωτος, cpd w. διαμορφωτός]
- ① not fully formed, shapeless, formless, undeveloped, misshapen (syn αδιάπλαστος, ασχημάτιστος, αφορμάριστος, ant διαμορφωμένος):