Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαμφισβήτητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιαμφισβήτητος -η -ο [aδiamfizvítitos] Ε5 : που δεν έχει αμφισβητηθεί ή που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, για τον οποίο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία· αναμφισβήτητος: Aδιαμφισβήτητη κληρονομιά. Aδιαμφισβήτητο δικαίωμα, αδιαφιλονίκητο. Aδιαμφισβήτητο γεγονός. Aδιαμφισβήτητη αξία / υπεροχή. αδιαμφισβήτητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 διαμφισβητη- (διαμφισβητώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαμφισβήτητος, -η, -ο [a∂iamfizvítitos] (L)
  • indisputable, indubitable, unquestionable (syn αδιαφιλονίκητος):
    • αδιαμφισβήτητα δικαιώματα indisputable rights |
    • αδιαμφισβήτητη κληρονομία indisputable inheritance |
    • περιβεβλημένος με κύρος αδιαμφισβήτητο |
    • αδιαμφισβήτητη σχέση |
    • ~ ρόλος |
    • αδιαμφισβήτητο γεγονός |
    • δεν διαθέτουμε αδιαμφισβήτητες πληροφορίες |
    • κείμενα αδιαμφισβήτητου κύρους |
    • δυνατό και αδιαμφισβήτητο ταλέντο |
    • ο καθηγητής με την αδιαμφισβήτητη πολυμάθειά του |
    • η διδακτική αξία του Hροδότου παραμένει αδιαμφισβήτητη |
    • και μόνη η πρόγνωση του θανάτου αρκεί, για να καταστήση την υπεροχή μας αδιαμφισβήτητη (Panagiotop) |
    • υπάρχουν... κ' εκείνοι που με κάποια κυνική διάθεση δυσπιστούν αντίκρυ και στα πιο αδιαμφισβήτητα (id.) |
    • με την ενόραση... διατυπώνομε αδιαμφισβήτητες, αληθινές κρίσεις, πρώτες αποφάνσεις του νου, γνώσεις (Tatakis)

[cpd w. διαμφισβητητός: διαμφισβητώ 'dispute'; cf αν-αμφισβήτητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες