Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαμαρτύρητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαμαρτύρητα [a∂iamartírita] adv
  • without protest, uncomplainingly, w. resignation (syn χωρίς διαμαρτυρία):
    • τον άκουγε ~ |
    • δέχτηκε την παύση του ~ |
    • δεχόταν τα χτυπήματα ~ σχεδόν |
    • τα κατάπιε ~ he swallowed it without a murmur, i.e., he did not react at all |
    • δέχομαι (υπομένω) τη μοίρα μου ~ I accept (endure) my fate w. resignation |
    • μέσα στ' αυστηρά τούτα σύνορα ~ κι ακατάπαυτα να δουλεύης (Kazantz) |
    • ανέχτηκε ~ να παρουσιάσουν αναφορά στη συνέλευση που κατηγορούσε (τον Kολοκοτρώνη) ότι έκαψε σπίτια κλ (Melas) |
    • ο άνθρωπος γίνεται δούλος, όταν παραδέχεται ~ έστω και το ενδεχόμενο ν' απεμπολήση έστω και μόρια της ελευθερίας του (Ploritis) |
    • κάθε εποχή δέχεται απλώς επιρροές εκ των έξω ~ (Michelis) |
    • poem ~ έτσι προσπερνώντας τες (sc τις προσμονές), | και... | τραβούσαμε άθικτοι το δρόμον (Papatsonis)

[der of αδιαμαρτύρητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες