Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαλλαξία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιαλλαξία η [aδialaksía] Ο25 : άρνηση, απροθυμία για κάθε είδους συμβιβασμό, συνεννόηση ή υποχώρηση. ANT διαλλακτικότητα: Οι διαπραγματεύσεις καθυστερούν εξαιτίας της αδιαλλαξίας των αντιπάλων. Πολιτική αδιαλλαξίας, πολιτική των άκρων. || φανατισμός. ANT μετριοπάθεια: Θρησκευτική ~. ~ και φαρισαϊσμός χαρακτήριζαν τις πράξεις τους.

[λόγ. αδιάλλακ(τος) -σία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαλλαξία [a∂ialaksía] η,
  • ① irreconcilability, relentlessness, implacability, rabidness (syn ακαμψία, εμμονή [σε μια άποψη], ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα, ant διαλλακτικότητα, μετριοπάθεια):
    • η ~ του Ψυχάρη προσκρούει στη συνείδηση και δημοτικιστών ακόμη (Palamas)
  • ② intransigence, extremism, fanaticism (syn εξτρεμισμός, φανατισμός):
    • ~ στην πολιτική extremism, ultraism (syn πολιτική των άκρων) |
    • πολιτική αδιαλλαξίας political fanaticism |
    • τον πολεμούσε με ~ και βιαιότητα |
    • πεισματωνότανε... και αρνιότανε με ~ τις ιδέες τους (sc των συντρόφων του) (Theotokas) |
    • με ~ και στόμφο μας δίνουν μαθήματα πατριωτισμού και αρετής (Papanoutsos) |
    • (ο Γρηγοράς) έδειξε σθένος, αλλά και ~ και μίλησε αυστηρά στον αυτοκράτορα (Kanellop)
  • ③ bigotry (syn φυλετικός or θρησκευτικός φανατισμός, μισαλλοδοξία):
    • θρησκευτική ~ religious bigotry |
    • έφυγαν από την Eυρώπη ρίχνοντας πίσω τους την πέτρα του αναθέματος στην ~ και στο φαρισαϊσμό (Papanoutsos)

[der of αδιάλλακτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες