Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιακόπως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδιακόπως [a∂iakópos] adv
  • ceaselessly, incessantly, unremittingly (syn in αδιάκοπα):
    • εργάζεται ~

[fr K ἀδιακόπως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες