Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιακρισία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιακρισία η [aδiakrisía] Ο25 : έλλειψη, απουσία διακριτικότητας· ανάρμοστη περιέργεια για τις υποθέσεις των άλλων: Ήταν ~ από μέρους σου να της θυμίσεις τα παλιά. H ~ του δεν έχει όρια. || συμπεριφορά αδιάκριτη: Έκανε / διέπραξε μια φοβερή ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιακρισία `έλλειψη διάκρισης΄ σημδ. γαλλ. indiscrétion]

[Λεξικό Κριαρά]
αδιακρισία η· αδιακρισιά.
  • 1)
    • α) Aδικία:
      • (Λίβ. P 1421
    • β) αδιαφορία, σκληρότητα:
      • εγώ πικρός του τύραννος με την αδιακρισίαν να κόψω το κεφάλι του (Λίβ. Esc. 239).
  • 2) Έλλειψη διακριτικότητας, αγένεια, αναίδεια:
    • (Aιτωλ., Mύθ. 12211).

[μτγν. ουσ. αδιακρισία. O τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιακρισία [a∂iakrisía] η,
  • pushiness, lack of fine manners, indiscretion, indiscreetness, inconsiderateness, tactlessness, intrusiveness (syn έλλειψη διακριτικότητας, έλλειψη λεπτότητας, αναίδεια, ant διακριτικότητα, λεπτότητα):
    • φέρνεται με ~ |
    • διαπράττει τρομερή ~ commits a flagrant indiscretion |
    • ήταν μεγάλη ~ εκ μέρους σου it was most inconsiderate of you |
    • θα ήταν ~ να σας ρωτήσω it would be indiscreet to ask you |
    • είχα την ~ να σκέπτωμαι ότι αργούσατε να μου αποκριθήτε (Palam) |
    • άσχετα με τη σημασία της αδιακρισίας... πιστεύω πως είναι δικό μας ό,τι ο καλλιτέχνης θέλησε να μας δώση (Thrylos) |
    • θα 'ταν μια απαράδεκτη ~ (Kanellop)
  • ⓐ act of indiscretion, tactless act:
    • (η Aθήνα) ξεπροβόδισε τα δυο παιδιά, που... μακριά από τις αδιακρισίες μας άναψαν τις λαμπάδες του Yμέναιου (Palaiologos) |
    • ε, όταν φτάνης σε τέτοιες αδιακρισίες, δε μπορώ να σ' ακολουθήσω (Terzakis) |
    • ορισμένες έννοιες της επιστήμης μας... οδηγούν σε μια γνώση πιο ουσιαστική του ανθρώπου,... μόνου άλλοθι στις αδιακρισίες μας (Dimaras).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες