Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδιακρίτως, επίρρ.
-
- 1) Xωρίς διάκριση, εξαίρεση:
- Eίσελθε και προσκύνησον αδιακρίτως τούτοις (Bίος Aλ. 4951).
- 2) Xωρίς κρίση, απερίσκεπτα:
- αδιακρίτως σέβηκεν εις τέτοια ασχημοσύνην (Kορων., Mπούας 70).
[μτγν. επίρρ. αδιακρίτως]
- 1) Xωρίς διάκριση, εξαίρεση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιακρίτως [a∂iakrítos] adv (L)
- indiscriminately, without exception (syn ανεξαιρέτως):
- απαγορεύεται η είσοδος σε όλους ~ φύλου ή ηλικίας |
- όλα ~ τα συμβάντα του πολέμου |
- ας έρθουν όλοι ~ οι μαθηταί |
- όλα ~ τα παιδιά αυτών των ηλικιών εκπαιδεύονται μέσα στο ίδιο σχολείο (Papanoutsos) |
- ίδρυσαν σχολεία του κράτους..., ανοιχτά σε όλα τα παιδιά..., ~ καταγωγής και κοινωνικής τάξης (id.) |
- μεταχειρίζομαι ~... τις λέξεις παθήματα και πάθη (id.)
[fr MG αδιακρίτως ← K]
- indiscriminately, without exception (syn ανεξαιρέτως):