Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιακανόνιστος -η -ο [aδiakanónistos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν διακανονίσει, που δεν είναι διακανονισμένο: Πρέπει να τακτοποιήσω τις αδιακανόνιστες οφειλές μου στην εφορία.
[λόγ. α- 1 διακανονισ- (διακανονίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιακανόνιστος, -η, -ο [a∂iakanónistos]
- unsettled (syn αδιευθέτητος, ατακτοποίητος, ant τακτοποιημένος):
- ~ λογαριασμός unsettled account |
- αδιακανόνιστο χρέος unpaid debt |
- αδιακανόνιστη υπόθεση unsettled matter.
- unsettled (syn αδιευθέτητος, ατακτοποίητος, ant τακτοποιημένος):