Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιαθεσία η [aδiaθesía] Ο25 : ελαφρά διαταραχή της υγείας, με ήπια συμπτώματα: Mια ~ με κράτησε δύο μέρες στο κρεβάτι. Ξαφνικά αισθάνθηκε μια ~, δυσφορία, ζάλη κτλ. || η μηνιαία ~, η εμμηνόρροια, η περίοδος.
[λόγ. αδιάθε(τος) 1 -σία μτφρδ. γαλλ. indisposition]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιαθεσία [a∂iaθesía] η, med
- feeling of slight illness, indisposition, malaise (syn ακεφιά, ανημποριά, κακοδιαθεσία, κακοκεφιά, δυσφορία):
- έχω or αισθάνομαι ~ be or feel indisposed (syn είμαι αδιάθετος [αδιάθετος 3]) |
- ~ είναι το πρώτο σύμπτωμα της φυματιώσεως
- ⓐ a temporary condition of being somewhat unwell as in menstruation, indisposition:
- πολλές γυναίκες αισθάνονται ένα υπερβολικό βάρος στους μηρούς και ενίοτε μάλιστα κάτι επώδυνες σουβλιές... κατά τις ημέρες της αδιαθεσίας των (GLadas)
[fr αδιάθετος; cf αθεσία, επιθεσία, δυσθεσία, συνθεσία, ασυνθεσία, κακοσυνθεσία etc]
- feeling of slight illness, indisposition, malaise (syn ακεφιά, ανημποριά, κακοδιαθεσία, κακοκεφιά, δυσφορία):