Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαβροχοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιαβροχοποιώ [aδiavroxopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. αδιάβροχο: Aδιαβροχοποιημένα υφάσματα.

[λόγ. αδιάβροχ(ος) -ο- + -ποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες