Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιαβροχοποιημένος, -η, -ο [a∂iavroxopiiménos]
- made waterproof, waterproofed:
- αδιαβροχοποιημένο χαρτί |
- αδιαβροχοποιημένα ρούχα.
- made waterproof, waterproofed: