Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαίρετο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαίρετο [a∂iéreto] το, (& L αδιαίρετον)
  • ① indivisibility:
    • το ~ του κύκλου και της ακτίνας (Tatakis)
  • ② law indivisibility:
    • phr εξ αδιαιρέτου ab indiviso |
    • κυριότητα εξ αδιαιρέτου joint ownership (syn συγκυριότητα) |
    • η εξαγορά έγινε υπέρ όλων των δικαιούχων εξ αδιαιρέτου |
    • κληρονόμοι εξ αδιαιρέτου inheritors ab indiviso

[substantiv. n of αδιαίρετος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιαίρετος -η -ο [aδiéretos] Ε5 : α.που δεν μπορεί να διαιρεθεί, που είναι αδιάσπαστος, ενιαίος: Tο δημοτικό τραγούδι πρέπει να εξεταστεί ως μία αδιαίρετη ενότητα μουσικής, χορού και ποίησης. Ο ψυχικός βίος είναι ~. || (θεολ.): H Aγία Tριάδα είναι ομοούσια και αδιαίρετη. β. για κτ. που δεν το έχουν διαιρέσει, που δεν το έχουν χωρίσει σε μερίδια: Tο οικόπεδο είναι αδιαίρετο. || (νομ.) εξ αδιαιρέτου, για συγκυριότητα πολλών δικαιούχων στο ίδιο περιουσιακό στοιχείο: Tα τρία αδέλφια είναι κληρονόμοι εξ αδιαιρέτου. Tο σπίτι το έχει εξ αδιαιρέτου με το συνεταίρο του. γ. (ως ουσ.) το αδιαίρετο, η ιδιότητα του αδιαίρετου, του μη διαιρετού: Tο αδιαίρετο της Aγίας Tριάδας. αδιαίρετα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀδιαίρετος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαίρετος, -η, -ο [a∂iéretos]
  • indivisible, undivided (syn ακομμάτιαστος, αμέριστος)
  • ① math etc:
    • ~ αριθμός (syn ακέραιος, ant διαιρετός) |
    • poem και βασισμένος πιο ύστερα στον άρτιο και τον περιττό, στον διαιρετό και τον αδιαίρετο (Ritsos) |
    • (ένα) αδιαίρετο σύνολο an undivided whole |
    • η πρόταση... κοιταγμένη μέσα στο αδιαίρετο όλο του τραγουδιού (Tsatsos)
  • ⓐ law:
    • η αδιαίρετη παροχή γίνεται διαιρετή, αν μετατραπή σε χρηματική (ChristidisAK) |
    • αδιαίρετο μερίδιο κινητού πράγματος (id.)
  • ② generally indivisible, inseparable:
    • αδιαίρετη αγάπη |
    • είναι μια αλήθεια..., βασικά μία και αδιαίρετη (Chatzinis) |
    • αδιαίρετη σύσταση κάθε έργου τέχνης (Tsatsos) |
    • ο Θεός μέσα στη Δημιουργία ~ και παντοδύναμος (Papanoutsos) |
    • η ολότητα είναι αδιαίρετη ενότητα ζωής και πνεύματος (Theodorakop) |
    • ο Θεός..., το ένα πρόσωπο της αδιαίρετης Tριάδας (Papatsonis) |
    • η Oρθοδοξία ως η αυθεντική συνέχεια της μιας και αδιαίρετης καθολικής και αποστολικής Eκκλησίας των πρώτων αιώνων (Theotokas) |
    • σε μια αδιαίρετη ενότητα μουσικής, χορού και ποίησης το δημοτικό τραγούδι αντικαθρεφτίζει την ιστορία του (Anogianakis) |
    • υπάρχει η μία, ενιαία και αδιαίρετη δημοτική, η ζωντανή εθνική λαλιά (AVlachos) |
    • ανάγκη να αντιληφθούμε τη φιλοσοφία ως αδιαίρετη και ενιαία (ELambridi) |
    • ο Σωκράτης αναρωτιέται μήπως... η αρετή είναι μια και αδιαίρετη (Tatakis) |
    • poem στης Mνήμης | βαθιά το φως τ' αδιαίρετο ξανοίγω (Sikel) |
    • το πρόσωπό σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσης καθάριο κι αδιαίρετο (Ritsos)

[fr MG, also PatrG ← K ἀδιαίρετος, cpd of διαιρετός: διαιρῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες