Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιαίρετα [a∂iéreta] adv
- indivisibly, jointly:
- έτεινε ολόκληρος... ~ προς την ενότητα και την ελευθερία (Karantonis) |
- η φιλοσοφία μελετά το ψυχολογικό γεγονός της συνείδησης, την θεωρεί ολόκληρη ~ (Tsatsos) |
- για να παραχθή η ηθική πράξη... πρέπει να συμπράξουν ~ όλες οι ψυχικές δυνάμεις (Papanoutsos) |
- βεβαιώνομαι σημαίνει ~ |
- και πείθομαι θεωρητικά και αποδέχομαι το κύρος μιας αξίας (id.)
[der of αδιαίρετος]
- indivisibly, jointly: