Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιέξοδο [a∂iékso∂o] το,
- ① blind alley, dead end, dead-end street (syn αδιέξοδος1 1, τυφλός δρόμος):
- όλο κάτι στενά ατελείωτα, κάτι αδιέξοδα, κάτι μάντρες ψηλές (Xenop)
- ② inextricability, deadlock, impasse, logjam, stalemate, standstill, fix (syn νεκρό σημείο, δύσκολη θέση, ανυπέρβλητο εμπόδιο, απροχώρητο):
- ηθικό ~ |
- οικονομικό ~ |
- η στήλη... ασχολήθηκε... με το κυκλοφοριακό ~ της... πρωτεύουσας (Psathas) |
- καταλήγω σε ~ come to a deadlock |
- βρίσκομαι σε ~ (L προ αδιεξόδου) be in a deadlock, in a quandary |
- (η Pόζα) βρισκόταν σ' ένα λαβύρινθο, σ' έν' ~ (Xenop) |
- όταν βρεθή το ζώο μπροστά σε ~, αρχίζουν μέσα του οι δυνάμεις να... ενεργούν (Papanoutsos) |
- κρατώ or φέρνω τον αντίπαλο σε ~ I stalemate the opponent |
- προβλήματα τον φέρνουν σε ~ problems beset him |
- τον φέρνω σε ~ σε κτ I corner him on sth (syn τον φέρνω σε δύσκολη θέση) |
- ο φρενιασμένος ατομικισμός της κοινωνίας του χρήματος οδήγησε τους λαούς στο ~ (Theotokas) |
- για να λύση το φοβερό ~ ήπιε φαρμάκι κ' επέθανε (Panagiotop) |
- η ηθική συνείδηση... τότε μόνο υποχωρεί, όταν φτάνη σε αληθινό ~ (Papanoutsos) |
- ο έρωτας... στο ίδιο ~ οδηγούσε, πάντα σ' ένα χωρισμό κατάληγε (DOikonomidis) |
- ο Σωκράτης με τις αντιρρήσεις του Παρμενίδη περιέρχεται σε ~ (ELambridi) |
- poem ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει | στο μαύρο ~, στην άβυσσο του νου (Karyotakis) |
- δεν αντέχω | και τ' αδιέξοδα που ήξερα έγιναν αδιέξοδα (Elytis) |
- μεταξύ αδιεξόδου και υποταγής |...| δεν προτιμώ (ZOikonomou)
[fr αδιέξοδος f by anal. of στενό n]
- ① blind alley, dead end, dead-end street (syn αδιέξοδος1 1, τυφλός δρόμος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιέξοδος -η -ο [aδiéksoδos] Ε5 : 1.που δεν έχει διέξοδο: Aδιέξοδο στενό. ~ δρόμος. || (μτφ.): Aδιέξοδη κατάσταση. 2. (ως ουσ.) το αδιέξοδο: α. Ο δρόμος οδηγεί σε αδιέξοδο. β. (μτφ.) πολύ δύσκολη κατάσταση, εμπόδιο το οποίο δεν μπορεί κανείς να υπερπηδήσει: Οικονομικό / κοινωνικό / πολιτικό / πνευματικό / ψυχικό αδιέξοδο. Φτάνω / βρίσκομαι / καταλήγω σε αδιέξοδο. Φέρνω / οδηγώ κπ. σε αδιέξοδο.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀδιέξοδος· 2: σημδ. γαλλ. impasse]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιέξοδος1 [a∂iékso∂os] η, (L)
- ① no thoroughfare, blind alley, dead-end (syn in αδιέξοδο 1)
- ② deadlock, impasse, stalemate (syn in αδιέξοδο 2)
[substantiv. f in phr αδιέξοδος πάροδος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιέξοδος2, -η, -ο [a∂iékso∂os] (L)
- ① having no exit, without outlet, impassable, blind:
- ~ δρόμος or πάροδος blind alley (syn αδιέξοδο, αδιέξοδος1 1, τυφλός δρόμος) |
- αδιέξοδο μέρος |
- η κοινή φήμη, το τέρας... την παραστρατίζει (sc τη Δικαιοσύνη) μέσα σε σκοτεινούς και αδιέξοδους λαβύρινθους (Palam) |
- όλες οι αθλιότητες δεν μας κρατούν φυλακισμένους σε αδιέξοδη κόλαση (Thrylos) |
- poem αρχίζει μέρα συννεφιασμένη | μ' αδιέξοδον ουρανό, βαρύ, φορτωμένο | καταιγίδες φανερές κ' ύπουλες (Karelli) |
- ... η γενιά μου, | βαδίζοντας κάτω από του αιώνα μας τ' αδιέξοδα τιτάνεια σύννεφα (Vrettakos)
- ② inextricable, deadlocked, stalemated:
- οι ήρωές του (sc του δράματος) το έδεσαν περίπλοκα σε μιαν αδιέξοδη σκοτεινή σύνθεση (Palam) |
- μας επιβάλλει την εναγώνια κι αδιέξοδη αμφιβολία για τον εαυτό μας (Thrylos) |
- θ' απευθύνεται... σε όσους αντιμετώπισαν τα δικά του προβλήματα, τις δικές του αδιέξοδες αγωνίες (Chatzinis) |
- poem δεν είναι η ποίηση |...| δρόμος στην αδιέξοδη ώρα της νοσταλγίας (GSarantis)
[fr K ἀδιέξοδος, cpd w. διέξοδος]
- ① having no exit, without outlet, impassable, blind: