Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάφορα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αδιάφορα, επίρρ.
  • Aνώφελα, άδικα:
    • αδιάφορα κοπιάζεις μετά μέναν (Kυπρ. ερωτ. 396).

[<αρχ. επίθ. αδιάφορος. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάφορα [a∂iáfora] adv
  • nonchalantly, uninterestedly, indifferently, in a detached manner, apathetically, casually:
    • κοιτάζει ~ τον κόσμο που μπαινοβγαίνει |
    • θα πας; τον ρώτησε ~ |
    • ευχαριστώ, παιδί μου! είπε ~ |
    • βάσανα, μου λέει· ναι, έκανα ~ yes, I replied uninterestedly |
    • σήκωνε ~ τους ώμους |
    • ψάχνοντας ~ μέσα σ' ένα βιβλίο νεοτυπωμένο... να τι διάβασα (Palam) |
    • κουβεντιάσαμε έτσι ένα διάστημα ευγενικά και κάπως αδιάφορα (Theotokas) |
    • τον είδε, όμως ξανάσκυψε στη δουλειά της ~ (Terzakis) |
    • χρησιμοποιεί τις λέξεις Eλλάς, Έλλην κλ... ~ (Vacalop)

[fr late MG αδιάφορα, der of αδιάφορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες