Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιάφθορος -η -ο [aδiáfθoros] Ε5 : που δεν έχει διαφθαρεί, που δεν είναι διεφθαρμένος: ~ πολιτικός / ηγέτης. ~ δικαστής, αδέκαστος.
αδιάφθορα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀδιάφθορος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιάφθορος, -η, -ο [a∂iáfθoros] (L)
- ① unchanged to bad, undefiled, not debased, pure, wholesome (syn αναλλοίωτος, αχάλαστος):
- η παλιά, η αδιάφθορη πόλη |
- τα ήθη του λαού παραμένουν αδιάφθορα |
- ~ άνθρωπος |
- αδιάφθορη ψυχή |
- αδιάφθορη σοφία |
- (βρήκα) ένα ανθρώπινο υλικό, αμεταχείριστο, αδιάφθορο, παρθένο για το καινούργιο θέατρο (Melas) |
- μέσα στον πόνο διατηρείται περισσότερο αδιάφθορη η ψυχή (Papanoutsos) |
- ο πνευματικός άνθρωπος στην αδιάφθορή του ουσία (Tsatsos) |
- ο Θεός, λέγει, είναι νοητός και ασώματος, ~ και αθάνατος (Tatakis) |
- (ο ελληνικός λαός) μεταχειρίζεται αδιάφθορες, χωρίς καμμιά αλλαγή, τις ίδιες λέξεις μέσα σε τρεις χιλιάδες... χρόνια (Panagiotop) |
- (φανταζόμαστε) μιαν άμορφη, αδιαφοροποίητη μάζα, που να υπάρχη πάντα αναλλοίωτη και αδιάφθορη (ELambridi)
- ② incorruptible, unbribable, uncorrupt (syn αδέκαστος, αδωροδόκητος, ανώτερος χρημάτων):
- ~ χαρακτήρας, ~ άνθρωπος, ~ υπάλληλος |
- αδιάφθοροι αρχηγοί
- ⓐ οι αδιάφθοροι, noun, the uncorrupted (ones)
[fr K (also PatrG) ἀδιάφθορος]
- ① unchanged to bad, undefiled, not debased, pure, wholesome (syn αναλλοίωτος, αχάλαστος):