Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιάφθορα [a∂iáfθora] adv
- incorruptibly:
- σαν αρχηγός της δημοκρατικής μερίδας του λαού διεύθυνε ~ και οικοδομητικά... την πολιτεία των Aθηνών (Despotop).
- incorruptibly: