Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιάσειστα [a∂iásista] adv
- unshakably, solidly:
- τα προηγούμενα... των μεγάλων κρίσεων και επαναστάσεων το δείχνουν αυτό ~ (Kasimatis).
- unshakably, solidly: