Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιάρρηκτα [a∂iárikta] adv
- indissolubly, firmly (syn αδιάλυτα):
- αυτός ο κόσμος,... τόσο ~ δεμένος με το θέατρο, εξοστρακίστηκε φυσικά από... τη σύγχρονη σκηνή (Melas) |
- η έξαρση... είναι περιστατικό ~ δεμένο με τη μυθική συνείδηση του κόσμου; (Panagiotop) |
- το δράμα ήταν ακόμη ~ συνυφασμένο με τη θρησκευτική πίστη και λατρεία (Papanoutsos)
[der of αδιάρρηκτος]
- indissolubly, firmly (syn αδιάλυτα):