Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάπτωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάπτωτος -η -ο [aδiáptotos] Ε5 : που υπάρχει ή γίνεται με την ίδια πάντοτε ένταση και χωρίς διακοπή· αμείωτος, συνεχής: Παρακολουθούσε με αδιάπτωτη προσοχή. ~ ενθουσιασμός. Aδιάπτωτο κέφι. Aδιάπτωτο ενδιαφέρον. αδιάπτωτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀδιάπτωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάπτωτος, -η, -ο [a∂iáptotos] (L)
  • unabated, undiminished, firm, stable, lasting (syn αχαλάρωτος, έντονος, συνεχής):
    • ~ ενθουσιασμός unfailing enthusiasm |
    • αδιάπτωτη ευκινησία |
    • αδιάπτωτη ευθυμία unfailing good humor |
    • εργάστηκαν με αδιάπτωτη αφοσίωση |
    • παρακολουθεί κτ με αδιάπτωτη προσοχή |
    • ο πόλεμος προπαγάνδας συνεχίζεται ~ the propaganda war continues unabated |
    • η θέα (των Tεμπών) με κράτησε σε μιαν αδιάπτωτη γοητεία σ' όλη τη διαδρομή τους (Ouranis) |
    • ευρηματικές ικανότητες... κρατούν αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη (Sachinis) |
    • (καταθέτει) εγγύηση τριάντα χρόνια αδιάπτωτης και πολυποίκιλης θεατρικής ζωής (Terzakis) |
    • η ζωή (του Σωκράτη) ήτανε... συλλογή της ψυχής στον ευατό της, αδιάπτωτη αγρύπνια (Theodorakop) |
    • είδαν την ιστορική πορεία του Eλληνισμού... σαν αδιάπτωτη και αδιάκοπη συνέχεια και ενότητα της ζωής του ίδιου λαού (Tatakis) |
    • η πολιτική αξιώνει... αδιάπτωτη αγωνιστική ενέργεια της ελευθερίας (Despotop) |
    • (στη μουσική του Mότσαρτ) υπάρχει ένας ~ παλμός ζωής (Giatras)

[fr K, AG ἀδιάπτωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες