Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιάλυτα [a∂iálita] adv
- insolubly, indissolubly (syn αδιάρρηκτα, αδιάσπαστα):
- είχ' ενωθή με τον Άγγελο αιώνια κι ~ (Xenop) |
- ένα στοιχείο ερωτικό, κάτι που ~ είναι ενωμένο με το αίσθημα (Tsatsos)
[der of αδιάλυτος]
- insolubly, indissolubly (syn αδιάρρηκτα, αδιάσπαστα):