Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιάλλακτος -η -ο [aδiálaktos] Ε5 : 1.που δεν είναι πρόθυμος να κάνει συμβιβασμούς ή υποχωρήσεις· ασυμβίβαστος, ανυποχώρητος, ανένδοτος. ANT διαλλακτικός: Ήταν ~ σε θέματα αρχών. || που ταιριάζει σε αδιάλλακτο άνθρωπο: Aδιάλλακτη στάση / πολιτική. 2. που δε μεταπείθεται ως προς τις απόψεις του· αμετάπειστος, φανατικός. ANT μετριοπαθής: Aδιάλλακτοι μουσουλμάνοι / καθολικοί. || (ως ουσ.) οι αδιάλλακτοι: Οι αδιάλλακτοι του κόμματος.
αδιάλλακτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀδιάλλακτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιάλλακτος1 [a∂iálaktos] ο,
- uncompromising person, extremist, diehard (syn εξτρεμιστής):
- το κόμμα των αδιαλλάκτων the party of the diehards
[substantiv. m form of αδιάλλακτα]
- uncompromising person, extremist, diehard (syn εξτρεμιστής):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιάλλακτος2, -η, -ο [a∂iálaktos] (& αδιάλλαχτος)
- ① uncompromising, irreconcilable, unreconciliatory, unappeasable, rigid (syn ασυμβίβαστος, ασυμφιλίωτος, άσπονδος, φανατικός, ant διαλλακτικός, συμβιβαστικός):
- ~ στις απαιτήσεις του irreconcilable in his demands |
- αδιάλλακτη πολιτική policy of no compromise |
- αδιάλλακτη εμμονή στην ένωση της νήσου |
- ~ αντίπαλος irreconcilable rival |
- ~ ψυχαριστής uncompromising follower of Psichari's language line |
- μαχητικά και αδιάλλακτα στοιχεία militant and uncompromising elements |
- η αδιάλλακτη στάση της Eκκλησίας the rigid stance, tough position of the Church |
- ~ καθολικός rigid Catholic |
- ~ ατομικιστής rugged individualist |
- το κακό είναι πάντα συγκαταβατικό, ενώ το καλό απομένει αδιάλλαχτο (KPolitis) |
- βρίσκω θαυμαστόν... τον συσχετισμό του άτεγκτου και αδιάλλακτου στην εδραιωμένη πίστη του φιλόσοφου (Papatsonis)
- ② intransigent, rabid, extremist, ultra-, fanatic, deadly (syn άκρος, των άκρων, φανατικός, ant μετριοπαθής):
- αδιάλλακτες αντιλήψεις intransigent views |
- είχε γνώμες οριστικές και αδιάλλαχτες για όλα τα πολιτικά και ηθικά ζητήματα (Theotokas) |
- είμαι ~ I am extreme in my views (syn είμαι εξτρεμιστής) |
- ~ των άκρων extremist |
- ~ συντηρητικός (φιλελεύθερος, βασιλόφρων) ultra-conservative, diehard (syn αντιδραστικός) (ultra-liberal, ultra-royalist) |
- οι αντιδραστικοί diehards |
- είμαι ~ στο ζήτημα τούτο I am rabid on this subject |
- αδιάλλακτη εχθρότητα deadly hostility |
- τρέφει μίσος αδιάλλακτο εναντίον σου he has an inexpiable hatred against you |
- είμαι ~ εχθρός του I am dead set against him |
- ~ δημοκρατικός out-and-out democrat |
- αδιάλλακτη πολιτική βεντέτα extremist political vendetta |
- ο ιστορικός ματεριαλισμός... είναι ο πιο συνεπής και ~ (ELambridi) |
- αδιάλλακτο πάθος extremist passion |
- απόστολοι του αδιάλλακτου επαναστατικού πνεύματος |
- φλογερό και αδιάλλακτο κήρυγμα |
- ~ εθνικισμός, αδιάλλακτη εθνικοφροσύνη |
- αδιάλλακτη καθαρεύουσα, αδιάλλακτη δημοτική |
- (οι λόγιοι) είχαν αρπαχτή από μιαν αδιάλλακτη καθαρολογία (Theotokas) |
- (σήκωσαν) τη σημαία του πιο αδιάλλαχτου κ' εξωφρενικού αρχαϊσμού (Melas) |
- το απόλυτο είναι η αδιάλλακτη μορφή του ιδανικού (Papantoniou) |
- poem για μας θα μένη αδιάλλακτη πάντα η φριχτή ειμαρμένη (Malakasis) |
- ρουφά την ανάσα του απόβραδου | η φίλη | αδιάλλαχτη μοναχή | μ' ανειρήνευτη ειρήνη (ZOikonomou)
- ③ bigot (syn μισαλλόδοξος)
[fr K ἀδιάλλακτος]
- ① uncompromising, irreconcilable, unreconciliatory, unappeasable, rigid (syn ασυμβίβαστος, ασυμφιλίωτος, άσπονδος, φανατικός, ant διαλλακτικός, συμβιβαστικός):