Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιάλλακτα [a∂iálakta] adv (& αδιάλλαχτα)
- uncompromisingly, irreconcilably, rabidly (syn άγρια 1, φανατικά):
- ~ εχθρικός, ~ μισέλληνας, στάση ~ αρνητική |
- μήπως (τα ποιήματα αυτά) είναι μαρτυρικά μιας φλέβας ~ λυρικής...; (Palam) |
- ο αδιάλλαχτα πραγματιστικός πατριωτισμός του (Melas) |
- ριζικά και ~ αντίθετο (Papanoutsos) |
- απωθούν (το αμερικανικό φαινόμενο) ~ προτού καλά καλά το γνωρίσουν (Theotokas) |
- οι Έλληνες ήταν αποφασισμένοι να μείνουν ~ Έλληνες (Charis) |
- ήταν ~ θεωρητικός στη στάση του (Tsatsos)
[der of αδιάλλακτος]
- uncompromisingly, irreconcilably, rabidly (syn άγρια 1, φανατικά):