Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιάλεχτα [a∂jálexta] adv (& region. αδιάλεγα)
- without selection, without sorting, at random (syn χωρίς διαλογή):
- τα γνοιάζομαι (sc τα βιβλία), άταχτα και ~ κάπως και σαν τον ίδιο τον εαυτό μου (Palam)
[der of αδιάλεχτος]
- without selection, without sorting, at random (syn χωρίς διαλογή):