Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδιάλειπτος, επίθ.
-
- Συνεχής, αδιάκοπος:
- βίον … αδιάλειπτον (Διγ. Esc. 822)·
- πόλεμον αδιάλειπτον (Xρον. Mορ. H 2056).
[αρχ. επίθ. αδιάλειπτος. H λ. και σήμ.]
- Συνεχής, αδιάκοπος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιάλειπτος -η -ο [aδiáliptos] Ε5 : που γίνεται χωρίς διαλείψεις, χωρίς προσωρινή ή στιγμιαία διακοπή· συνεχής: Aδιάλειπτη παρουσία. Aδιάλειπτο ενδιαφέρον. Aδιάλειπτη ιστορική μνήμη, χωρίς κενά. ~ αγώνας. || (ιατρ.) ~ σφυγμός, κανονικός, χωρίς διαλείψεις.
αδιάλειπτα ΕΠIΡΡ χωρίς διακοπή· ασταμάτητα, συνέχεια. [λόγ. < αρχ. ἀδιάλειπτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιάλειπτος, -η, -ο [a∂iáliptos]
- uninterrupted, incessant, continual, perpetual (syn in αδιάκοπος):
- med ~ σφυγμός med not intermittent, regular pulse |
- αδιάλειπτη προσευχή |
- αδιάλειπτη ιστορική μνήμη |
- θα ιδούμε την πορεία του φωτός σε αδιάλειπτη πρόοδο να μην παύη να φωτίζη (Papatsonis) |
- αγώνα αδιάλειπτο για το υψηλό, ποίηση κλ (Terzakis) |
- η επικοινωνία μαζί τους δεν είναι ούτε στενή ούτε αδιάλειπτη (Prevelakis) |
- ο γνήσιος ηθικός βίος... δεν εννοείται... χωρίς τη στενή και αδιάλειπτη συνάρτηση με τις ιδέες της προσωπικής ελευθερίας και της προσωπικής ευθύνης (Papanoutsos) |
- poem όλα συγκλίνουνε μπροστά σε κείνο που έρχεται | αδιάλειπτο, ανεξίτηλο, στίγμα στο πρόσκαιρο (Anagnostakis)
[fr MG αδιάλειπτος ← K, AG]
- uninterrupted, incessant, continual, perpetual (syn in αδιάκοπος):