Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάλειπτα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αδιάλειπτα, επίρρ.
  • Xωρίς διακοπή, συνεχώς:
    • να μανθάνουν αδιάλειπτα τά πράττουσιν οι Φράγκοι (Xρον. Mορ. H 1050).

[<επίθ. αδιάλειπτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάλειπτα [a∂iálipta] adv
  • unceasingly, incessantly, continually (syn in αδιάκοπα):
    • (η μετρική) αυτή έχει επηρεάσει ~ την ισπανική ποίηση (Papatsonis) |
    • (ο ερευνητής που ξέρει την αξία του καλού θεωρητικού οπλισμού) φροντίζει ~ για την εξάρτυσή του (Papanoutsos) |
    • ένα σωρό άνθρωποι... υποφέρουν ~ από κενό, από τύψεις, από ανασφάλεια (Chatzinis) |
    • ο Θεός είναι ο άναρχος και συνεχής δημιουργός του άναρχου και ~ δημιουργουμένου κόσμου (Kanellop)

[fr MG αδιάλειπτα, der of αδιάλειπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες