Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάκοπα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάκοπα [a∂iákopa] adv
  • without interruption, ceaselessly, incessantly, relentlessly, continually (syn αδιακόπως L, αδιάλειπτα, ασταμάτητα, χωρίς διακοπή, διαρκώς, εξακολουθητικά, συνεχώς):
    • προχωρεί ~ |
    • γελούσε or χαμογελούσε ~ |
    • έγραφα ~ |
    • το βιβλίο είναι... ένας διανοούμενος που ακούεται ~ (Vrettakos) |
    • εργάζεται or δουλεύει ~ |
    • σκάβουν ~ |
    • αγρυπνεί αποπάνω του ~ |
    • μια λαχτάρα την τρώει ~ |
    • η κατάσταση χειροτέρευε ~ |
    • οι καιροί αλλάζουν ~ |
    • πλουτίζω ~ τις γνώσεις μου |
    • η γλώσσα πλουτίζεται ~ |
    • η κοινωνία εξελίσσεται ~ |
    • ο θόρυβος κ' η οχλοβοή εξακολουθούσαν ~ (Christovasilis) |
    • άρχισα να ρίχνω ~ το στίχο στο χαρτί (Palam) |
    • θρονιαζόταν ολημέρα όξω στο κατώφλι... μουρμουρίζοντας ~ (KChatzop) |
    • ~ έπαιζαν τα μάτια του σαν της αλεπούς (Myriv) |
    • (ο πολιτισμός) συνεχίζεται ~ τρεις χιλιάδες χρόνια (Theotokas) |
    • η πραγματικότητα αλλάζει ~ μορφές (Panagiotop) |
    • (ο ελληνισμός) ανανεώνει ~ την πνευματικότητά του (Theodorakop) |
    • poem αχ, η ζωή σου ~ βασανισμένη εστάθη (Markoras) |
    • έτσι η ψυχή μου | αρμένιζεν ~ για σε (Sikel)

[der of αδιάκοπος; cf also αδιακόπως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες